συγχωρητός

συγχωρητός
η , ό[ν] см. συγχωρήσιμος;

συγχωρητή πράξη — извинительный поступок


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συγχωρητός" в других словарях:

  • εφετός — ἐφετός, ή, όν (ΑΜ) [εφίημι] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να επιθυμήσει, επιθυμητός, ποθητός («τοῡ πρώτου ἐραστοῡ καὶ ἐφετοῡ καὶ τελείου», Πλούτ.) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφετόν το αντικείμενο 2. συγχωρητός, επιτρεπόμενος αρχ. επιγρ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • παραιτητός — όν, Α [παραιτούμαι] 1. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν κανείς να καταπραΰνει, να εξιλεώσει, να εξευμενίσει με παρακλήσεις ή δεήσεις («τὸ δὲ παραιτητούς αὖ θεοὺς εἶναι τοῑς ἀδικοῡσι, δεχομένους δῶρα», Πλάτ.) 2. αυτός ο οποίος αποκρούεται ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»